- δισυπόστατος
- -η, -οαυτός που έχει δύο υποστάσεις, δύο φύσεις, διφυής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δισυπόστατος — η, ο (Μ δισυπόστατος, ον) 1. αυτός που έχει δύο υποστάσεις, διφυής 2. το ουδ. ως ουσ. το δισυπόστατο η ιδιότητα τού δισυπόστατου νεοελλ. το δισυπόστατο το εκτόπλασμα … Dictionary of Greek
σηκός — Το μέρος του αρχαίου ελληνικού ναού όπου τοποθετούσαν το άγαλμα του θεού. Λέγεται επίσης και το κοίλωμα τοίχου για την τοποθέτηση αγάλματος. Με τον όρο σ. εξυπονοείται και ο κυρίως ναός. Στους αρχαίους ναούς ο σ. χωριζόταν σε δύο μέρη… … Dictionary of Greek
διφυής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, επίρρ. ώς αυτός που έχει δύο μορφές, δύο φύσεις, δισυπόστατος: Ο θεός Παν ήταν διφυές ον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)